-
1 ἰάπτω
A hurt, spoil ( = βλάπτω, Hsch.), ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ mar her beauty, Od.2.376, cf. 4.749;ναυτιλίην A.R.2.875
; of a spear, wound, pierce,τοῦ δ' οὐ χρόα καλὸν ἴαψεν Q.S.6.546
;Ἔρως.. ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὀστέον ἄχρις ἰάπτει Theoc.3.17
;βροτῶν, οὓς αὐτίκα γῆρας ἰάπτει AP11.389
(Lucill.); ; ἐπεὶ ἦ νύ με κῆδος ἰάπτει λευγαλέον ib. 481:—[voice] Pass.,ὃς δὲ.. μελλόντων χάριν ἑὸν ἰάπτεται κέαρ B.Fr.7.5
;ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ Mosch.4.39
;ὥς μοι περὶ θυμὸς ἰάφθη Theoc.2.82
. (Perh. cf. ἴπτομαι.)------------------------------------A (lyr.): [tense] aor. (lyr.): —send, drive on, of missiles, send forth, shoot,τόξοις βέλη εἴς τινα A. Ag. 510
;χερμάδα ἐπί τινι Id.Th. 299
(lyr.); πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. to throw his head before the gates, i.e. lose it, ib. 525(lyr.): metaph.,ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ' ἀνδρὶ θείῳ.. ἰάπτων Id.Ag. 1548
(lyr.); μακάρεσσιν ἔπι ψόγον αἰνὸν ἰ. Rhian.1.4; ἰ. ὀρχήματα begin the dance, S.l.c.:— [voice] Pass.,ἐπί τινι ἰάπτεται βέλη A.Th. 544
.2 c. acc. objecti, λόγοις ἰάπτειν τινά assail one with words, S.Aj. 501.
См. также в других словарях:
ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω … Dictionary of Greek